- περιτρέφω
- Ακάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιτροφικός — ή, ό, Ν φρ. «περιτροφική μεμβράνη» μεμβράνη από χιτίνη που προστατεύει τα επιθηλιακά κέντρα τού μεσεντερίου τών εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. peritrophic (membrane) (< περιτρέφω)] … Dictionary of Greek